Κοίταξα προς τις συνθέσεις τοίχου

Μεγάλοι καναπέδες γέμιζαν το χώρο και ο μισο-σπασμένος μπουφες μου άρχισε να γέρνει όπως κι εγώ. Με το πρό­σωπο μου -θλιβερή μάσκα αποτυχίας- γεμάτο χρώματα, καπνιά, υγρασία και σκόνη, σηκώθηκα αργά. Οι ακτίνες είχαν φτάσει μέ­χρι τη πολυθρόνα. Ο μαύρος ορθοστάτης, μόνος στη γωνία, στριμωγ­μένος από ένα λευκό σκαμπό, είχε ξεθωριάσει. Αμέσως στράφηκα προς τα καταστήματα Sanfos. Είχα χάσει. Κοίταξα προς τις συνθέσεις τοίχου. Εστεκαν, με τις πόρτες ανοιχτές, με δυσκολία λόγω των καπνών που πύκνωναν, αλλά έστεκαν. Το ένστικτο αυτοσυντήρησης άρχισε να με τραβάει από το μπράτσο. Τον άφησα εκεί να βρει ένα κρεβάτι α­ντάξιο της καταστροφής που είχε προκαλέσει. Τον άφησα να βαφεί για το γκρέμισμα του οικοδομήματος που τόσοι μεγά­λοι μύστες είχαν με φροντίδα και αυταπάρνηση ορθώσει και συ­ντηρήσει για τόσους αιώνες. Είχε απαρνηθεί το μόνο δρόμο προς το σπίτι, άρα δεν έπρεπε να υπάρχει σπίτι γι’ αυτόν. Κι έτσι βγή­κα γρήγορα προς το διάδρομο, που ήταν Συνεχεια ==>