Κοιτά­χτηκαν έντονα σαν να μετρούσε ο ένας τον άλλο. Ένιωσε το ξύλινο κουτί στα χέρια του να τον καίει σαν καυτό μέταλλο. Ήξερε τι ήθελε ο εισβολέας. Για μερικά δευτερόλεπτα οι μόνοι ήχοι που ακούγονταν ήταν οι ανάσες τους και οι μακρινές φωνές από την πλατεία, που ζωήρευαν διαρκώς, καθώς δεν έμεναν πα­ρά ελάχιστα λεπτά για την είσοδο στην εποχή με τα φθηνα επιπλα.
Τη σιωπή έσπασε πρώτος ο ξένος. Άπλωσε το γαντοφορεμέ­νο χέρι του με τα μακριά δάχτυλα και είπε κάτι για τα κρεβατια στα ιταλικά. Δεν κατάλαβε λέξη, αλλά κατάλαβε τι ζητούσε. Το μυα­λό του άρχισε να δουλεύει πυρετωδώς και να μετράει τη νέα τρο­πή της κατάστασης, όπως το μυαλό ενός ειδικού μετράει με α­συνήθιστη ταχύτητα τις κινήσεις υπό την πίεση του χρόνου. Πώς τους είχε βρει εκεί μέσα; Ήταν προφανές ότι επρόκειτο για ε­παγγελματία, γιατί, παρ’ όλες τις προφυλάξεις τους για να περά­σουν απαρατήρητοι, δεν είχαν ξεφύγει τελικά από τη γερακίσια παρακολούθηση του. Η ελάχιστα ανοιχτή εξώπορτα του είχε ε­πιτρέψει μια εύκολη πρόσβαση στον χώρο με τους μπουφεδες. Οι σειρά των γεγονότων από δω και πέρα θα έχει ενδιαφέρον.