Πλησίασε το μικρό ντουλάπι με τα παιχνιδια. Το πήρε στα χέρια του και παρατήρησε τις λεπτομέρειες. Δεν έ­δειχνε ότι ήταν κάτι το ιδιαίτερο, ήταν σαν τα επιπλα που είχε ήδη δει. Το άνοιξε χωρίς να περιμένει πολ­λά πράγματα. Ο φωτισμοσ ήταν καλός γιαυτό ακούμπησε το κερί στο τραπεζάκι και πλησιάζοντας το ντουλάπι άρχισε να το ψάχνει.
Η αρχικη απορία του μετατράπηκε σε σύγχυση όταν αντίκρισε το παρά­δοξο σχέδιο του εσωτερικού. Συνέχισε να ψάχνει Το ντουλαπι φαινόταν αρ­κετά παλιό. Ξάφνου το μάτι του έπεσε σε μια χαραμάδα.Κατέβηκε τα τρία σκαλάκια που τον χώριζαν από την  τεράστια τραπεζαρια. Βγήκε έξω. Το υπερκείμενο μπαρόκ σύμπλεγμα κάτω από τις στιβαρές κολόνες, εμφάνιζε τον Πο­σειδώνα και μια στρατιά Τριτώνων και θαλασσινών θεοτήτων δί­πλα σε φτερωτά άλογα. Κατάλαβε ότι ήταν η στιγμή να φύγει. Δεν είχε τάσεις αγοραφοβίας, ίσα ίσα που ήταν ιδιαίτερα κοινω­νικός και ανοικτός σε συνεργασειες, όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια, τον ενοχλούσε ο πολύς κόσμος. Βγήκε στη λεωφόρο που ήτα άδεια από οχηματα και κινήθηκε προς την πλατεία. Η μέρα ήταν υπέροχη, ειδικά γι’ αυτή την ε­ποχή του χρόνου. Η πλατεία κάτω από τα σκαλιά, που οδηγούσαν στην Αγία Τριάδα, ήταν γεμάτη κόσμο. Το ίδιο και τα μπαρ, που συγκέντρωναν μεγάλες παρέες νεαρών, και οι περισσό­τεροι ξάπλωναν τεμπέλικα κόντρα στο χειμωνιάτικο ήλιο. Είχε ήδη αποφασίσει ποιος θα ήταν ο επόμενος σταθμός του στη μικρή βόλτα στο κέντρο. Εκεί κοντά υπήρχε ένα μαγαζί με παλιά επιπλα, η εταιρια που το είχε ήταν γνωστή.